αὐχένι

αὐχένι
αὐχήν
neck
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τωὐχένι — αὐχένι , αὐχήν neck masc dat sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ACCHITAE — ACCHIT AE populi Arabiae, iuxta collum rubrimaris. Plin l. 6. c. 28. apud Steph. sunt Α᾿κχηνοὶ ἐπὶ τῷ αὐχένι τῆς Ε᾿ρυθρᾶς ςθαλάοςτης …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PRAENESTE — urbs Latii una ex celeberrimis, in sinibus Aequorum, a Româ 24. mill. pass. versus Fucinum lacum. Memoratur Plauto, Ciceroni, pro Planc. c. 26. Varroni, Virgilio, Propertio, Horatio, Livio, Dionysio, Velleio, Val. Maximo, Straboni, Plinio, Statio …   Hofmann J. Lexicon universale

  • περίπλοκος — η, ο / περίπλοκος, ον, ΝΜΑ [περιπλέκω] νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από πολλά επιμέρους στοιχεία τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με πολλαπλό τρόπο, που έχει σύνθετη δομή, πολύπλοκος 2. (για ύφος) στρυφνός, ασαφής 3. μτφ. α) γεμάτος εμπόδια ή… …   Dictionary of Greek

  • χελώνιο — το / χελώνιον, ΝΜΑ [χελώνη] το όστρακο, το προστατευτικό κάλυμμα τής χελώνας νεοελλ. ζωολ. καθένα από τα μέλη τής τάξης χελώνια αρχ. 1. το όστρακο τού κάβουρα 2. το κυρτό μέρος τής ράχης («νῶτα τοίνυν ὑπ αὐχένι κείμενα τὸ μὲν ἔγκυρτον, χελώνιον… …   Dictionary of Greek

  • όδισμα — ὅδισμα, τὸ (Α) (ποιητ. τ.) δρόμος, μέσο διέλευσης («πολύγομφον ὅδισμα ζυγὸν ἀμφιβαλὼν αὐχένι πόντου», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + κατάλ. ισμα, λ. σχηματισμένη κατά τη λ. τείχισμα] …   Dictionary of Greek

  • αὐχέν' — αὐχένα , αὐχήν neck masc acc sg αὐχένι , αὐχήν neck masc dat sg αὐχένε , αὐχήν neck masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καὐχέν' — αὐχένα , αὐχήν neck masc acc sg αὐχένι , αὐχήν neck masc dat sg αὐχένε , αὐχήν neck masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”